φυσιολατρικός

φυσιολατρικός
η , ό[ν] любящий природу

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φυσιολατρικός" в других словарях:

  • φυσιολατρικός — ή, ό, Ν [φυσιολατρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιολατρία ή στον φυσιολάτρη («φυσιολατρικός όμιλος») …   Dictionary of Greek

  • φυσιολατρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιολατρία ή το φυσιολάτρη (βλ. λ.): Φυσιολατρικός Όμιλος Θεσσαλονίκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»